- στυπτικοῦ
- στυπτικόςastringentmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στυπτικότητα — η, Ν η ιδιότητα, το γνώρισμα τού στυπτικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυπτικός. Η λ., στον λόγιο τ. στυπτικότης, μαρτυρείται από το 1831 στον Δ. Πύρρο] … Dictionary of Greek
σχετήριον — τὸ, Α 1. μέσο με το οποίο αναχαιτίζεται κάτι και, κυρίως, μέσο θεραπείας («λιμοῡ καὶ τόδε σχετήριον φάρμακον», Ευρ.) 2. είδος στυπτικού φαρμάκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχε τής μηδενισμένης βαθμίδας τού ρ. ἔχω (βλ. λ. σχέση, σχετέος) + επίθημα τήριον… … Dictionary of Greek
χιακόν — τὸ, Α [Χίος] 1. είδος στυπτικού 2. στον πληθ. τὰ χιακά είδος κολλυρίου για τα μάτια … Dictionary of Greek